κλητορολόγιον

κλητορολόγιον
κλητορολόγιον, τὸ (Μ)
1. ο αυστηρός εθιμοτυπικός κανονισμός που ίσχυε κατά τη διοργάνωση τών επίσημων κλητορίων
2. στον πληθ. τὰ κλητορολόγια
βιβλία που περιείχαν αυτόν τον κανονισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλητόριον + -λόγιον (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ανθο-λόγιον, ημερο-λόγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλόθεος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στα Σαμόσατα της Κομαγηνής, τον 3o αι., μαζί με τους Άβιβο, Ιάκωβο, Ιουλιανό, Παρηγόριο, Ρωμανό και Υπερέχιο. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 2. Ιδρυτής της μονής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”