- κλητορολόγιον
- κλητορολόγιον, τὸ (Μ)1. ο αυστηρός εθιμοτυπικός κανονισμός που ίσχυε κατά τη διοργάνωση τών επίσημων κλητορίων2. στον πληθ. τὰ κλητορολόγιαβιβλία που περιείχαν αυτόν τον κανονισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλητόριον + -λόγιον (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ανθο-λόγιον, ημερο-λόγιον].
Dictionary of Greek. 2013.